- μεσόχρους
- μεσόχρους, -ουν, και -οος, -οον (Α)αυτός που έχει μικτό χρώμα ή ποικίλα χρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -χροος(< χρώς, χροός), πρβλ. λευκό-χρους, ροδό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek